εκμηδενιστικός

εκμηδενιστικός
η , ό[ν] уничтожающий, ликвидирующий, сводящий на нет, к нулю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκμηδενιστικός" в других словарях:

  • εκμηδενιστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εκμηδένιση …   Dictionary of Greek

  • εκμηδενιστικός — ή, ό που προκαλεί την εκμηδένιση, ο εξουθενωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουθενωτικός — ή, ό επίρρ., ά 1. που εξουθενώνει, εκμηδενιστικός, εξοντωτικός: Εξουθενωτική εργασία. 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»